Επιστημονική – Λατινική ονομασία / Είδος: Lythrum salicaria L.
Γένος: Lythrum
Οικογένεια: Lythraceae / Λυθροειδή
Συχνές ονομασίες: purple loosestrife, purple lythrum, spiked loosestrife, red sally / Λύθρο το ιτεόμορφο, λύθρο, σαλικάρια, βαρυκόχορτο, άγνος.
Αυτοφυής, πολυετής πόα που μπορεί να ξεπεράσει σε ύψος το 1μ. Αποτελείται από ευθυτενείς, κοκκινωπούς βλαστούς με λογχοειδή, χνουδωτά, οξύληκτα φύλλα και βυσσινέρυθρα άνθη σε στάχυα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
Το φυτό χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τη λαϊκή, παραδοσιακή ιατρική αποτελώντας θεραπευτικό βότανο. Στο φυτό αποδίδονται κυρίως στυπτικές, αιμοστατικές κι επουλωτικές ιδιότητες καθώς κι ότι ανακουφίζει τον κνησμό.
αφέψημα (τσάι) του φυτού χρησιμοποιείται ως αντιδιαρροϊκό, αιμοστατικό, στυπτικό, ηρεμιστικό, επουλωτικό και αντιβιοτικό, κυρίως κατά του τύφου. Συνιστάται για τη θεραπεία της γαστρεντερίτιδας, της δυσεντερίας και του βήχα. Εφαρμόζεται εξωτερικά στο δέρμα για την αντιμετώπιση της αιμορραγίας, της φλεβίτιδας, των κιρσών, των εκζεμάτων, του κνησμού και των τραυμάτων του δέρματος.
Ο Άγγλος βοτανολόγος Νικόλας Κουλπέπερ (Nicholas Culpeper) εξυμνούσε το φυτό ως προς τη δράση του φυτού στις διαταραχές των ματιών και της όρασης, από τη συντήρηση της καλής όρασης έως και γιατρικό για την τύφλωση. Αναλογιζόμενοι τη γνώμη του βοτανολόγου, το εν λόγω βότανο χρήζει περαιτέρω μελέτης και διερεύνησης.
Το όνομα του προέρχεται από το αρχαίο λύθρον, που σήμαινε αίμα καθότι πίστευαν ότι σταματούσε τις αιμορραγίες και ιτεόμορφο λόγω της ομοιότητας του φυλλώματος του με αυτό της ιτιάς.